- σεληνιακός
- -ή, -ό / σεληνιακός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σελήνη («σεληνιακό φως»)νεοελλ.-αρχ.(φρ) «σεληνιακός μήνας [ή μήν]» — το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί σε μία πλήρη περιστροφή τής Σελήνης γύρω από την Γηνεοελλ.φρ. α) «σεληνιακή ημέρα» — το χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Σελήνη για να επανέλθει στον ίδιο μεσημβρινό, το οποίο είναι μεγαλύτερο κατά 52 λεπτά από το αντίστοιχο τής ηλιακής ημέραςβ) «σεληνιακή έκλειψη» — έκλειψη τής Σελήνηςγ) «σεληνιακός αστρικός μήνας»αστρον. χρονικό διάστημα που παρέρχεται, ωσότου η θέση τής Σελήνης συμπέσει εκ νέου με την θέση τού αστέρα ο οποίος είχε ληφθεί ως βάση και το οποίο αντιστοιχεί με 27 ημέρες, 7 ώρες, 43' λεπτά και 12'' δευτερόλεπτα, αλλά είναι δυνατόν να αυξομειωθεί κατά 7 περίπου ώρες λόγω παρέλξεωςδ) «σεληνιακός συνοδικός μήνας»αστρον. διάστημα που αντιστοιχεί με τον χρόνο ανάμεσα σε δύο διαδοχικές φάσεις Πανσελήνου ή νέας Σελήνης και ισοδυναμεί κατά μέσον όρο με 29 ημέρες, 12 ώρες, 44' λεπτά και 3'' δευτερόλεπτα, μπορεί, όμως, να αυξομειωθεί κατά 13 περίπου ώρες λόγω τής εκκεντρότητας τής σεληνιακής τροχιάςε) «σεληνιακό έτος»αστρον. χρονική περίοδος ίση με 12 σεληνιακούς συνοδικούς μήνες, που αποτέλεσε την βάση τών περισσότερων ημερολογίων τών αρχαίων λαών και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ακόμη στα συστήματα χρονολόγησης τών μωαμεθανών και τών Εβραίωνστ) «σεληνιακές φάσεις»αστρον. οι φάσεις τής Σελήνηςζ) «σεληνιακό τοπίο»μτφ. ερημωμένος, ρημαγμένος τόπος χωρίς ίχνος ζωήςαρχ.1. αυτός που αναφέρεται στην σελήνη ως βάση χρονικού υπολογισμού2. αυτός που πάσχει από σεληνιασμό, επιληπτικός3. είδος μικρής σκάφης4. φρ. «κάνθαρος σεληνιακός» — είδος σκαθαριού.επίρρ...σεληνιακῶς Αμε χρονικό υπολογισμό που βασίζεται στην κίνηση τής Σελήνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. -ιακός, κατά το ἡλιακός].
Dictionary of Greek. 2013.